σησαμοειδές

σησαμοειδές
σησαμοειδής
like sesame
masc/fem voc sg
σησαμοειδής
like sesame
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σησαμοειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με σουσάμι, με σπόρο σουσαμιού νεοελλ. ανατ. φρ. α) «σησαμοειδή οστά» μικρά στρογγυλά οστά που μοιάζουν με κόκκους σουσαμιού και αναπτύσσονται μέσα στους τένοντες οι οποίοι διέρχονται από τις αρθρώσεις β) «σησαμοειδείς… …   Dictionary of Greek

  • ελλέβορος — (helleborus). Γένος δικοτυλήδονων, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Οι ε. είναι καυστικοί και δηλητηριώδεις και ανθίζουν τον χειμώνα. Ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Το γένος αριθμεί περίπου οκτώ …   Dictionary of Greek

  • λυκοσκυτάλιον — λυκοστυτάλιον, τὸ (Α) το φυτό σησαμοειδές το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + σκυτάλιον, υποκορ. τού σκυτάλη «ράβδος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”